Η πρόσφατη παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με αφορμή την απόφαση μη επιβολής προσωρινής κράτησης σε δημόσιους λειτουργούς κατηγορούμενους για υποθέσεις διαφθοράς, προκαλεί εύλογη ανησυχία τόσο στους νομικούς κύκλους όσο και στην ευρύτερη κοινωνία.
Η προσωρινή κράτηση είναι το αυστηρότερο δικονομικό μέτρο και προβλέπεται μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις: κίνδυνος φυγής, υποτροπή ή επανάληψη εγκληματικής δράσης, και επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Δεν αποτελεί ούτε ποινή ούτε μέσο κοινωνικής εκτόνωσης. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Δικαιώματα) απαγορεύει τη μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου πριν την τελεσίδικη καταδίκη του.
Η δικαστική απόφαση να μη διαταχθεί προφυλάκιση μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με αυτή. Ωστόσο, η δημόσια παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ιδιαίτερα όταν εμφανίζεται ως αξιολογική κρίση για το δικανικό έργο, αγγίζει τα όρια της θεσμικής εκτροπής. Η διάκριση των εξουσιών, θεμέλιο κάθε κράτους δικαίου, επιβάλλει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης – όχι μόνο στη λειτουργία της, αλλά και στην αντίληψη που διαμορφώνει η κοινωνία για αυτήν.
Η εντύπωση ότι η ανώτατη εισαγγελική αρχή ελέγχει ή επηρεάζει τις κρίσεις των ανακριτών και των δικαστικών συμβουλίων δεν ενισχύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς την υπονομεύει. Ιδίως όταν πρόκειται για υποθέσεις υψηλής δημοσιότητας, το ζητούμενο είναι η θεσμική αυτοσυγκράτηση και η προάσπιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης από κάθε είδους πιέσεις – θεσμικές, πολιτικές ή επικοινωνιακές.
Η αντιμετώπιση της διαφθοράς είναι πράγματι ύψιστης σημασίας. Δεν μπορεί, όμως, να γίνεται εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή με εργαλεία που ενέχουν χαρακτηριστικά τιμωρητικής αυθαιρεσίας. Αν το κράτος δικαίου υποχωρήσει στο όνομα του θεάματος ή της σκοπιμότητας, τότε η διαφθορά έχει ήδη νικήσει.
Κωνσταντίνος Γ. Παρηγόρης
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Recent Comments